προδήλῳ

προδήλῳ
πρόδηλος
clear
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προδηλώ — όω, Α 1. καθιστώ κάτι φανερό εκ τών προτέρων 2. δηλώνω σαφώς, πλήρως 3. δίνω από πριν οδηγίες, υποδείξεις σε κάποιον να κάνει κάτι 4. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) προδηλούμενος, ένη, ον (σχετικά με πρόσ.) αυτός που προαναφέρθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * +… …   Dictionary of Greek

  • προδήλωι — προδήλῳ , πρόδηλος clear masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδήλωμα — τὸ, Μ [προδηλῶ] 1. δημόσια δήλωση 2. απόδειξη εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

  • προδήλωσις — ώσεως, ἡ, Α [προδηλῶ] 1. η εκ τών προτέρων δήλωση για κάτι που θα συμβεί στο μέλλον, προφητεία 2. προειδοποίηση …   Dictionary of Greek

  • προδηλωτικός — ή, όν, Α [προδηλῶ] αρμόδιος, κατάλληλος για την εκ τών προτέρων δήλωση, αυτός που φανερώνει κάτι προηγουμένως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”